Σεφαρντίμ

Σεφαρντίμ
οι, Ν
άκλ. βλ. Σεφάρδοι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Σεφάρδοι — και άκλ. Σεφαρντίμ, οι, Ν οι Εβραίοι και οι απόγονοι τους που έζησαν στην Ισπανία και στην Πορτογαλία από τον Μεσαίωνα ώς τον διωγμό και τη μαζική απέλασή τους από τις χώρες αυτές κατά τις τελευταίες δεκαετίες τού 15ου αιώνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”